φρυαγμός

φρυαγμός
φρυ-αγμός, ,
A = φρύαγμα, D.S.19.31; v.l. for φριμ-, D.H. Comp.16(pl.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • φρυαγμός — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρυαγμός — ὁ, Α [φρυάσσομαι, ω] φρύαγμα …   Dictionary of Greek

  • φρυαγμός — ο το φρύαγμα (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φρυαγμοῦ — φρυαγμός masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρυαγμούς — φρυαγμός masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρώμα — Το χ. μιας φωτεινής πηγής, που γίνεται αντιληπτό από το ανθρώπινο μάτι, χαρακτηρίζεται από το μήκος κύματος της ακτινοβολίας που εκπέμπεται. Το φως, όταν αποτελείται από ακτινοβολία με ένα μόνο μήκος κύματος (μονοχρωματικό), είναι καθαρό χ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”